- επιδειελα
- ἐπιδείελαἐπι-δείελαтж. ἐπὴ δείελα adv. к вечеру, под вечер Hes.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐπιδείελα — ἐπιδείελος at even neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδείελος — ἐπιδείελος, ον (Α) (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἐπιδείελα μετά το μεσημέρι, προς το βράδυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δείελος «απογευματινός, βραδινός» (πρβλ. δείλη «δειλινό»)] … Dictionary of Greek